- σημαδευτής
- ο, θηλ. σημαδεύτρα, Ν [σημαδεύω]αυτός που σημαδεύει καλά, ο καλός σκοπευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημαδευτής — ο σκοπευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημαδεύτρα — η, Ν βλ. σημαδευτής … Dictionary of Greek